Αρσένιος

Αρσένιος
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Α. ο Μέγας (354 μ.Χ. – ; 445 μ.Χ.). Ρωμαίος σοφός, διάκονος και παιδαγωγός των γιων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πέθανε μοναχός στη λιβυκή σκήτη της Αφρικής. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαΐου και από τη Δυτ. Εκκλησία στις 19 Ιουλίου.
2. Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας (Βηθανία Παλαιστίνης 876 –Κόρινθος 953 μ.Χ.). Σχεδόν παιδί ακόμα έγινε μοναχός, δεν έμεινε όμως πολύ στο μοναστήρι. Πήγε στη Σελεύκεια της Συρίας και σπούδασε σε μία από τις λίγες ελληνικές σχολές που λειτουργούσαν ακόμα εκεί. Ύστερα από ένα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί το 933 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κερκύρας. Στη νέα του θέση έδειξε γενναιότητα και αγάπη για το ποίμνιό του, ιδίως κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης σλαβικής επιδρομής κατά του νησιού. Ήρθε όμως σε ρήξη με τον πολιτικό διοικητή της Κέρκυρας, πράγμα που τον ανάγκασε να ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει την επέμβαση του αυτοκράτορα. Επιστρέφοντας στην έδρα του, πέθανε κοντά στην Κόρινθο. Μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα από τους Κερκυραίους στις 19 Ιανουαρίου. H κατοχή των λειψάνων του αποτέλεσε ζήτημα συνεχών προστριβών μεταξύ των ορθοδόξων του νησιού και της τοπικής καθολικής κοινότητας από την εποχή της εγκατάστασης των Φράγκων στην Κέρκυρα τον 13ο αι. έως το 1944, οπότε τα λείψανα του Α. επιστράφηκαν στους ορθοδόξους. Σε διάφορα χωριά της Κέρκυρας υπάρχουν παλαιότατοι γραφικοί ναοί προς τιμήν του.
3. Βυζαντινός στρατηγός και μοναχός (10ος ή 11ος αι.). Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Όταν καταστράφηκε ο βυζαντινός στόλος από τρικυμία, επειδή ήταν o μόνος που σώθηκε, αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στον Χριστό. Κατέφυγε λοιπόν στο όρος Λάτρος κοντά στη Μίλητο και ασκήτεψε. Έπειτα έγινε ηγούμενος της μονής Κελλιβάρων. H μνήμη του τιμάται στις 13 Δεκεμβρίου.
4. Πατριάρχης Αλεξανδρείας (10ος – 11ος αι.). Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο μαζί με τους Κύριλλο και Φώτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Ιουλίου.
II
(Γεώργιος Αυτωρειανός, Κωνσταντινούπολη περ. 1200 – Προκόννησος Βοσπόρου 1273).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1255-60 και 1261-67). Δεν απέκτησε μεγάλη μόρφωση, γιατί πολύ νέος έγινε μοναχός σε ένα μοναστήρι κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας, η οποία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης αυτοκρατορίας. Η φήμη του Α. για την αυστηρότητα του βίου του ήταν γνωστή στην αυλή της Νίκαιας, γι’ αυτό το 1255 ο αυτοκράτορας Θεόδωρος B’ Λάσκαρης επέβαλε τον Α. ως πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα πρώτα χρόνια της πατριαρχίας του ήταν ειρηνικά. Μετά τον θάνατο όμως του Θεόδωρου το 1258, στην πολιτική σκηνή εμφανίζεται ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου του θρόνου ο ικανότατος, αλλά ηθικά αδίστακτος στρατηγός Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, σκοπός του οποίου ήταν να παραμερίσει τον νόμιμο διάδοχο και να σφετεριστεί τον θρόνο, πράγμα που τελικά πέτυχε, ιδρύοντας έτσι τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Ο αφοσιωμένος όμως στον Λάσκαρη Α. αντέδρασε αφορίζοντας τον Μιχαήλ, ο οποίος με τη σειρά του εξόρισε τον Α. (1259). Η ρήξη μεταξύ πατριάρχη και αυτοκράτορα γενικεύτηκε. Ο λαός σχεδόν στο σύνολό του τάχτηκε με το μέρος του Α., ενώ ο στρατός και η αριστοκρατία υποστήριξαν τον Παλαιολόγο. Η προσωρινή επάνοδος του Α. στον πατριαρχικό θρόνο (1261-67) μεγάλωσε αντί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Η διένεξη αυτή, που είναι γνωστή ως σχίσμα των αρσενιτών, τάραξε τη ζωή του Βυζαντίου για περισσότερο από είκοσι χρόνια και έληξε μόνο μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Παλαιολόγου το 1282.
III
Όνομα διαφόρων κληρικών και λογίων.
1. Α. o Στουδίτης (14ος αι.). Μοναχός και λόγιος. Διετέλεσε μοναχός της μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Από τα έργα του, τα αξιολογότερα είναι Λόγοι και επιστολή κατά της θεολογίας Γρηγορίου Παλαμά και Περί αδελφοποιίας, που βρίσκονται σε κώδικες στη Βιβλιοθήκη του Παρισιού.
2. Μητροπολίτης Μονεμβασίας και λόγιος (Ηράκλειο Κρήτης 1468 – Βενετία 1535). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστόβουλος. Διάκονος ακόμη, πήγε στην αυλή του Λαυρέντιου των Μεδίκων στη Φλωρεντία και συνεργάστηκε με τον τυπογράφο Άλδο Μανούτιο. Προσχώρησε στον καθολικισμό και το 1504 έγινε επίσκοπος Μονεμβασίας από τον πάπα Λέοντα Ι’, οπότε και μετονομάστηκε σε Α. Όταν έφτασε στη Μονεμβασία, έδιωξε τον ορθόδοξο επίσκοπο, γι’ αυτό και αφορίστηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο και αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ιταλία. Το 1524 διορίστηκε ιεροκήρυκας της Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας. Ο διορισμός του αυτός υπήρξε αφορμή διχασμού των μελών της. Ο Α. έγραψε διάφορα έργα και σχολίασε πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Υπήρξε επίσης ο εκδότης της Γαλεομυομαχίας του Πτωχοπρόδρομου (Βενετία, 1494) και άλλων έργων.
3. Κληρικός και λόγιος, άγιος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Καλοριανά Θεσσαλίας 1549 – Μόσχα 1625). Σπούδασε και ανέβηκε σε όλους τους βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας με την υποστήριξη του οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία B’. Το 1585 στάλθηκε στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης για να συλλέξει ελέη υπέρ του πατριαρχείου. Περνώντας από το Λβοφ της Πολωνίας δέχτηκε πρόταση της τοπικής ορθόδοξης ρωσικής κοινότητας να μείνει εκεί ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας. Εκεί τον συνάντησε το 1588 ο πατριάρχης Ιερεμίας Β’, που πήγαινε στη Ρωσία για να ιδρύσει το πατριαρχείο Μόσχας. Ο Α. που ήξερε ρωσικά συνόδευσε τον πατριάρχη ως επίσημος διερμηνέας του. Τότε έγραψε o Α. ένα μεγάλο στιχούργημα σε δημοτική γλώσσα, στο οποίο διηγείται τα γεγονότα της πολύμηνης παραμονής και της δραστηριότητας του Ιερεμία Β’ στη Ρωσία. Το έργο αυτό, καθώς και τα απομνημονεύματα που έγραψε αργότερα o Α., είναι από τις σπουδαιότερες πηγές για την ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας των χρόνων εκείνων. Ο Α. εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα και έγινε τόσο σεβαστός και αγαπητός στους Ρώσους, ώστε μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας.
IV
(Κρανίδι 1779 – Άγιος Σώστης 1822). Κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής του 1821, γνωστός ως Παπαρσένης. To κοσμικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος Γ. Κρέστας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μόλις ξέσπασε o Αγώνας ανακηρύχθηκε οπλαρχηγός των επαρχιών Επιδαύρου και Ερμιονίδος. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και ήταν επικεφαλής της αντίστασης κατά του κεχαγιάμπεη Μουσταφά, όταν μπήκε στο Άργος (1821). Διακρίθηκε στη Στυλίδα και στην Αγία Μαρίνα με τον Νικηταρά. Στη συνέχεια μετείχε στις επιχειρήσεις εναντίον του Δράμαλη στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι. Σκοτώθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1822, ενώ αγωνιζόταν στα στενά του Αγίου Σώστη κοντά στο Ναύπλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρσένιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρέστης, Αρσένιος — Ιερέας και αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αρσένιος (Κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής του 1821, γνωστός ως Παπαρσένης) …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αρσένιος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 664 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. 2. Πεδινός οικισμός (υψομ. 60 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φιλιατών… …   Dictionary of Greek

  • Καλούδης, Αρσένιος — (Ηράκλειο Κρήτης ; – Βενετία 1693).Λόγιος μοναχός. Έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το Προσκυνητάριον ιερών τόπων, όπου ευρίσκονται εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ (1653) και πολλές ομιλίες. Επιμελήθηκε, επίσης, την έκδοση του Θησαυρού του …   Dictionary of Greek

  • Λευθεριώτης, Αρσένιος — (Κέρκυρα 1855 – 1911). Λόγιος και κληρικός. Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Αθήνας και το 1881 χειροτονήθηκε διάκονος. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, διορίστηκε δάσκαλος και ταυτόχρονα διάκονος στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1886… …   Dictionary of Greek

  • Πανδής, Αρσένιος — (1822 – 1880). Λόγιος ιερομόναχος από την Κέρκυρα. Ο Π., που δίδασκε στο λύκειο της Κέρκυρας, ήταν γνώστης της ιταλικής, γαλλικής και αγγλικής γλώσσας και διακρίθηκε και ως ιεροκήρυκας. Έργα του: Δοκίμια αγρονομίας, Περί μασονισμού, Εις τα όπλα… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρσενίου — Ἀρσένιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρσενίῳ — Ἀρσένιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρσένιε — Ἀρσένιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρσένιον — Ἀρσένιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”